Η Λατέρνα…

Την είπανε αρχόντισσα, αλλά και αλήτισσα, κυρά αλλά και ζητιάνα.

Στην Κωνσταντινούπολη ήταν αρχόντισσα και κυρά. Βασίλευε στα πολυτελή εστιατόρια του Βοσπόρου, τότε που ο Ελληνισμός της Πόλης ζούσε τη Χρυσή του Εποχή. Σύμφωνα με το Νίκο Αρμάο: «Όλα τα μεγάλα κέντρα του Βόσπορου και τα πλουσιόσπιτα στην Πόλη και τη Μικρά Ασία είχαν δικές τους λατέρνες. Δεν γινόταν γάμος ή χορός χωρίς λατέρνα, που να παίζει μέχρι το πρωί.»

Από την Πόλη οι Έλληνες την φέρνουν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του εικοστού αιώνα. Εδώ όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Ελλάδα περνάει δύσκολα χρόνια. Δεν υπάρχουν πολυτελή εστιατόρια για να φιλοξενήσουν τη λατέρνα. Έτσι αυτή αναγκαστικά βγαίνει στο δρόμο, στη «ζητιανιά», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Ιούλιος Αρμάος στις συνεντεύξεις του. Βέβαια είναι μια γλυκιά, μια τρυφερή, μια γλυκόλαλη ζητιάνα. Όσοι τη γνώρισαν τη θυμούνται με νοσταλγία να περνάει από τα στενά δρομάκια της πλάκας σκορπίζοντας γύρω το μελωδικό της κελάηδημα.

Στην εποχή της δόξας της, προπολεμικά, κυκλοφορούσαν στην Κωνσταντινούπολη και στην Ελλάδα περίπου πέντε χιλιάδες όργανα (έτσι αποκαλούσαν τις λατέρνες οι λατερνατζήδες). Πριν την εμφάνιση του φωνογράφου και του ραδιοφώνου το καλύτερο μέσον ψυχαγωγίας, αλλά και το κυριότερο μέσον διάδοσης των νέων τραγουδιών  ήταν η Λατέρνα. Κάθε νέο τραγούδι γινόταν επιτυχία μετά το «σταμπάρισμα» του στον κύλινδρο. Επίσης χρησιμοποιείτο για να ντύνει με μουσική τις εικόνες του βωβού κινηματογράφου. 

Αλλά όπως λέει ο πολυτραγουδισμένος από τη Λατέρνα Αττίκ: «Κάθε πράγμα έχει πάντα αρχή και τέλος. Νόμοι μας τόπανε γραφτοί.» Έτσι και για τη Λατέρνα τελειώνει η περίοδος της δόξας και αρχίζει η παρακμή. Διάφοροι παράγοντες βοήθησαν σ’ αυτό:

Η εξάπλωση του φωνογράφου, του ραδιοφώνου, του τζουκ-μποξ, την παραγκωνίζουν σαν μέσο διασκέδασης του κοινού.

Η εμφάνιση του ομιλούντος κινηματογράφου της αφαιρεί έναν ακόμη ρόλο.

Τέλος η στενή επαφή της με το ρεμπέτικο τραγούδι και η είσοδος της σε καταγώγια τη φέρνουν σε σύγκρουση με το κατεστημένο και την περιθωριοποιούν. Η δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το ρεμπέτικο και μαζί μ’ αυτό θέτει «εκτός νόμου» και τη Λατέρνα. Τα όργανα μαζεύονται από το δρόμο, αποσύρονται στις αποθήκες, παροπλίζονται.

Το φιλί της ζωής για τη Λατέρνα που ξεψυχάει θα το δώσει ο κινηματογράφος, που την είχε υποστηρίξει και στο παρελθόν, δια χειρός Φιλοποίμενος Φίνου αυτή τη φορά. Γυρίζει δύο ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Λατέρνα: το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» το 1955 και  το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» το 1957, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου με τους Αυλωνίτη, Φωτόπουλο, Καρέζη, Αλεξανδράκη. Η υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι τυπωμένη στον κύλινδρο από το Νίκο Αρμάο ενθουσιάζει τον κόσμο. Η  Λατέρνα γίνεται μόδα. Όσοι μπορούν να πληρώσουν παίρνουν ένα όργανο στο σπίτι. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι συνθέτες, όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας χρησιμοποιούν τον ήχο της για να ντύσουν τα τραγούδια τους. Η Λατέρνα μπαίνει στο soundtrack κι άλλων ταινιών, όπως το «Ποτέ την Κυριακή», τα «Τα κόκκινα φανάρια», ακόμα και ξένων παραγωγών όπως το «Απόδραση στην Αθήνα». Όμως οι μέρες της μεγάλης δόξας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Με τη χούντα μάλιστα έρχονται και νέες περιπέτειες για τους περιπλανώμενους οργανοπαίκτες που οδηγούνται στα κρατητήρια με την κατηγορία της επαιτείας.

Σήμερα στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν λιγότερα από 10 περιπλανώμενα όργανα και ίσως να υπάρχουν και άλλα τόσα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι λατέρνες πλέον αποτελούν συλλεκτικά κομμάτια. Κάποιες κοσμούν ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και την Αμερική. Υπάρχει και μια στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων στην Πλάκα, όπου εκτίθεται η συλλογή μουσικών οργάνων του Φοίβου Ανωγειανάκη.

Μαζί με τα όργανα χάθηκαν σιγά-σιγά και οι τεχνίτες της Λατέρνας. Το 1978 ο Νίκος Αρμάος έλεγε: «Εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου, σα να τη γέννησα εγώ, αλλά δεν τη βλέπω να έχει πιότερη ζωή από τη δική μου.» Στις 14 Μαΐου 1979 ο Νίκος Αρμάος πεθαίνει. Τη σκυτάλη παίρνει ο εξηνταπεντάχρονος, τότε, γιος του Τζούλιος και συνεχίζει μέχρι το δικό του θάνατο το Φεβρουάριο του 1995.

 Και ενώ εκείνοι έφυγαν με την πίκρα ότι η τέχνη τους θα χαθεί μαζί τους, ο Θεός της λατέρνας βάζει πάλι το χέρι του: Δύο άνθρωποι, σε δύο διαφορετικά σημεία της Ελλάδας, ξεχωριστά ο ένας από τον άλλο, αλλά την ίδια περίπου εποχή, αρχίζουν να ξαναφτιάχνουν λατέρνες.

Στην Αθήνα κάποιο χέρι οδηγεί τη μοίρα του Αντώνη Νασιόπουλου προς τη λατέρνα: Μικρό παιδί, έμενε με τους γονείς του στην Πλάκα και κάθε μέρα άκουγε μια λατέρνα, την ίδια λατέρνα με τον ίδιο λατερνατζή, να περνάει κάτω από τα παράθυρα τους. Σε ηλικία 12 ετών η οικογένεια φεύγει από την Πλάκα και η επαφή χάνεται. Το 1991, μόλις τελειώνει το λύκειο, συναντάει τυχαία τον ίδιο λατερνατζή και αποφασίζει να ξοδέψει όλες τις οικονομίες του για να αγοράσει μια λατέρνα, την ίδια εκείνη λατέρνα που περνούσε κάτω από το παράθυρο του όταν ήταν παιδί. Η λατέρνα όμως είναι χαλασμένη. Έτσι ο δρόμος του συναντιέται με αυτόν του Τζούλιου Αρμάου. Ο Αρμάος του διδάσκει πολλά από τα μυστικά της λατέρνας. Έμενε μόνο να μάθει να περνάει τραγούδια. Το 1994 ο Νασιόπουλος καλείται στο στρατό. «Πήγαινε στο στρατό», του λέει ο Αρμάος «και όταν γυρίσεις θα τυπώσουμε μαζί.»  Όμως ο Αρμάος πεθαίνει. Την ίδια μέρα που πληροφορείται το θάνατο του δασκάλου του ο Νασιόπουλος, έρχεται και η μετάθεση του για τις Σέρρες, εκεί που έμενε ο Τάσος Τζιώνης, ένας άλλος μεγάλος τεχνίτης της λατέρνας. «Μόλις είδα τη μετάθεση», λέει ο Νασιόπουλος, «είπα ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο και ότι ο Θεός μου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία.». Έτσι ο Τάσος Τζιώνης του διδάσκει όλα όσα δεν πρόλαβε να του διδάξει ο Τζούλιος Αρμάος και σήμερα ο Αντώνης Νασιόπουλος ασχολείται με την κατασκευή και συντήρηση της λατέρνας, χρησιμοποιώντας μάλιστα και τα εργαλεία του Αρμάου που του χάρισε η οικογένεια του τελευταίου.

Στη Θεσσαλονίκη, το 1995, ο Πάνος Ιωαννίδης, με σπουδές σε μεγάλα ιδρύματα της Αγγλίας και των ΗΠΑ ξεκινάει έρευνα για την αναβίωση της ελληνικής λατέρνας και κατασκευάζει κι αυτός το δικό του όργανο. Φέτος (2008) εκδίδει και ένα βιβλίο, το «Λατέρνα, η αρχόντισσα του δρόμου», το μοναδικό βιβλίο για τη λατέρνα που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή. Το βιβλίο περιέχει πολλές φωτογραφίες, ένα πολύτιμο γλωσσάρι λατέρνας και ένα cd με 18 κομμάτια για λατέρνα. Από αυτά τα μισά είναι αυθεντικά ανέκδοτα από παλιές κατεστραμμένες λατέρνες που με πολύ κόπο αποκρυπτογράφησε και μετέγραψε καθαρά ο ίδιος σε όργανα δικής του κατασκευής και τα άλλα μισά είναι τραγούδια που γράφτηκαν για πρώτη φορά σε λατέρνα.

Σε πρόσφατη επαφή μας ο κύριος Ιωαννίδης έκανε την εξής εξομολόγηση: «Προσωπικά  νόμιζα ότι θα τα καταφέρω καλύτερα από τους παλιούς έχοντας σπουδάσει μουσική και κυρίως έχοντας κάνει καριέρα στη κατασκευή του πιάνου που είναι ξάδελφος της λατέρνας. Και μετά από όλα τα τεχνικά μέσα, την πληροφόρηση και την πείρα που είχα κατέληξα  μετά από δέκα κοπιαστικά χρόνια να γκρεμίσω την αλαζονεία μου αναγνωρίζοντας  το μεγαλείο και το πάθος των παλιών τεχνιτών –με ηγετική φιγούρα τον Νίκο Αρμάο- πού θριάμβευσαν και έφθασαν στη τελειότητα μέσα σε ένα αυταρχικό εργασιακό περιβάλλον με μηδέν πληροφόρηση και εργαλεία και με μόνο όπλο τη τρέλα τους και τη  σκληρή δουλειά.»

Άρα η Τέχνη της Λατέρνας δεν πέθανε μαζί με τους Αρμάους. Δύο άνθρωποι συνεχίζουν σήμερα το έργο των παλιών μαστόρων στην κατασκευή και τη συντήρηση της με την ίδια με εκείνους αγάπη για το όργανο, το ίδιο μεράκι και ίσως και την ίδια τρέλα.

 Ζάννα Αρμάου

Search